- πομπεύς
- -έως και ιων. τ. πομπήος, ὁ, Α1. αυτός που συνοδεύει κάποιον ως πομπός, ως συνοδός, οδηγός2. (σχετικά με ευνοϊκό άνεμο) ούριος3. αυτός που συμμετέχει σε πομπή.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το ρ. πομπεύω, χωρίς όμως να είναι βέβαιο αν το όνομα παράγεται άμεσα από το ρήμα ή το αντίθετο].
Dictionary of Greek. 2013.